επιστρατευτικός

επιστρατευτικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστράτευση («επιστρατευτικές οδηγίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστρατεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Θεόδ. Π. Δηλιγιάννη στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιστρατευτικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστράτευση: Επιστρατευτικές οδηγίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”